- αρσιβαρίστας
- οαθλητής που σηκώνει βάρη, ο αθλητής της άρσης βαρών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άρση βαρών — Αθλητικό αγώνισμα που συνίσταται στην ανύψωση, με βάση καθορισμένους κανόνες από διεθνή κανονισμό, μιας σιδερένιας ράβδου με μεταλλικές πλάκες στα άκρα της. Οι πλάκες μπορεί να έχουν ποικίλο βάρος και διαστάσεις, αλλά δεν πρέπει να έχουν διάμετρο … Dictionary of Greek
Ιακώβου, Χρήστος — (Κωνσταντινούπολη 1948 –). Ολυμπιονίκης και προπονητής της άρσης βαρών. Ο άνθρωπος που πιστώνεται με την άνθηση της ελληνικής άρσης βαρών και με ιστορικές ολυμπιακές επιτυχίες, μεγάλωσε στο ζαχαροπλαστείο της οικογένειάς του στην Κωνσταντινούπολη … Dictionary of Greek
Λεωνίδης, Βαλέριος — (Εσεντούκι, πρώην ΕΣΣΔ 1966 –). Αρσιβαρίστας και Ολυμπιονίκης. Ο επονομαζόμενος φιλόσοφος της άρσης βαρών εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1991. Εκτός από την ενασχόλησή του με τη γυμναστική και την αφοσίωσή του στην άρση βαρών, έχει… … Dictionary of Greek
Μήτρου, Βίκτωρας — (Αυλώνα Αλβανίας 1973 –). Αρσιβαρίστας και Ολυμπιονίκης. Ήλθε στην Ελλάδα το 1991, ύστερα από ένα δύσκολο οδοιπορικό στα βουνά στις Ηπείρου. Στις Ολυμπιακούς αγώνες του Σίδνεϊ (2000) κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στην άρση βαρών στην κατηγορία… … Dictionary of Greek
Τόφαλος, Δημήτριος — Ολυμπιονίκης. Διακρίθηκε στο αγώνισμα της άρσης βαρών και στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1906 νίκησε τον Αυστριακό επαγγελματία αθλητή Στάιμπαχ. Δυο χρόνια αργότερα πήγε στις ΗΠΑ, όπου αρχικά έκανε επιδείξεις άρσης βαρών και στη συνέχεια ασχολήθηκε … Dictionary of Greek